κατεργαράκος

κατεργαράκος
ο
θηλ. κατεργαρούλα υποκορ. του κατεργάρης πονηρός, έξυπνος: Να τον προσέχεις, γιατί 'ναι κατεργαράκος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατεργαράκος — ο, θηλ. κατεργαρούλα (με θωπευτική κυρίως σημ.) εξυπνούλης, πονηρούλης («βρε τον κατεργαράκο, μάς τήν έφερε») …   Dictionary of Greek

  • μικροκατεργάρης — α, ικο πονηρούλης, κατεργαράκος …   Dictionary of Greek

  • μπαγάσας — ο 1. κίναιδος 2. κατεργαράκος, επιτήδειος («είδες πώς τά κατάφερε ο μπαγάσας;») 3. αναξιόπιστος, αχρείος, διεφθαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μπαγάσα (ἡ), με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”